- τραχαίνω
- και τραχένω Ντραχύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς, κατά τα ρ. σε -αίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραχύνω — ΝΜΑ, και τραχαίνω Ν, και ιων. τ. τρηχύνω Α [τραχύς] 1. κάνω κάτι σκληρό, τό καθιστώ ανώμαλο στην επιφάνειά του 2. μτφ. εκτραχύνω, παροξύνω, εξερεθίζω (α. «με τα λόγια που είπε τράχυνε ακόμη περισσότερο τα πνεύματα» β. «τραχυνομένου τοῦ δήμου»,… … Dictionary of Greek